Η Επανάσταση στο Βραχώρι (Αγρίνιο) το 1821, άργησε να εκδηλωθεί και τούτο οφείλεται στο ότι το Βραχώρι ήταν η έδρα ισχυρών Τουρκικών στρατευμάτων και το Τούρκικο Στρατιωτικό Κέντρο της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος. Ακόμη στο Βραχώρι (Αγρίνιο) ήσαν συγκεντρωμένοι πολλοί αξιωματούχοι Τούρκοι, επειδή ήταν και το διοικητικό κέντρο της περιοχής και επειδή είχε οικονομική εξάρτηση απευθείας από τη Βαλιδέ Σουλτάνα. Το Βραχώρι (Αγρίνιο), λοιπόν, ήταν για την Δυτική Ελλάδα, ό,τι η Τριπολιτσά για την Πελοπόννησο.
Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει ότι στο Βραχώρι, κάθε διώροφη ή τριώροφη Τουρκική οικοδομή, ήταν τριγυρισμένη με διπλό και τριπλό καμμιά φορά τείχισμα και αυλόθυρες σε πολλές μεριές - μοναδικό φαινόμενο σε όλη την Ελλάδα - πράγμα που δηλώνει την άγρια τυραννία των Τούρκων και την τραγική θέση των ελληνικών οικογενειών, που ήσαν υπερδιπλάσιες των Τουρκικών. Η τυραννία έγινε αβάσταχτη ιδίως τις παραμονές της Επανάστασης, όταν στρατιωτικός διοικητής του Βραχωρίου ήταν ο Τουρκαλβανός Νούρκας Σέρβανης και πολιτικός διοικητής ο Αλάμπεης.
Όμως, μετά τα πρώτα επαναστατικά κρούσματα στην Αιτωλοακαρνανία, οι Τούρκοι άρχισαν ν' ανησυχούν και ο φόβος τους μεγάλωσε, όταν στην πόλη άρχισαν να μαζεύονται και οι ομόθρησκοι τους της υπαίθρου. Η δύναμη της φρουράς της πόλης που αποτελούνταν από ντόπιους Τούρκους και από Αλβανούς ενισχύθηκε με τις τουρκικές φρουρές του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, του Γαλατά, και του Μποχωριού, που είχαν καταφύγει εκεί, καθώς και με τις φρουρές των Κραβάρων και του Απόκουρου, τις οποίες ο Σέρβανης είχε ανακαλέσει στο Βραχώρι.
Παράλληλα ο Σέρβανης προσπάθησε να παγιδεύσει και τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο, τον οποίον κάλεσε με πολύ φιλικό τρόπο να τον επισκεφτεί στο Βραχώρι. Ο Βλαχόπουλος αποποιήθηκε την πρόσκληση. Ήρθε μάλιστα σε συννενόηση με τον Μάκρη, τον Ραζηκότσικα και άλλους Οπλαρχηγούς της περιοχής, και αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του Βραχωρίου. Κάλεσαν και τον Κώστα Σιαδήμα, που ήταν με το τμήμα του στην πολιορκία της Ναυπάκτου να επιστρέψει.
Πράγματι, ο Σιαδήμας με 500 άνδρες γύρισε, και μεταξύ 27 και 28 Μαΐου, στρατοπέδευσε στο Ντογρί Τριχωνίδας. Μαζί του ενώθηκαν και 200 άνδρες του Γρίβα, που έτυχε να βρίσκονται στην περιοχή. Οι Οπλαρχηγοί αποφάσισαν να επιτεθούν κατά της πόλης στις 28 Μαΐου, την ημέρα που οι Μωαμεθανοί γιόρταζαν το Ραμαζάνι. Στις 27 Μαΐου, ο Μακρής και ο Ραζηκότσικας με 700 άνδρες έπιασαν τα "Γεφύρια του Αλάμπεη", που ήταν στον δρόμο μεταξύ Βραχωρίου και Μεσολογγίου. Την ίδια ημερομηνία, οι Επαναστατικές δυνάμεις της Αιτ/νίας καταλάβανε θέσεις γύρω από το Βραχώρι για να το εκπολιορκήσουν. Το βράδυ της 28ης Μαΐου 1821 ο κλοιός γύρω από το Βραχώρι είχε ολοκληρωθεί και τα χαράματα της ίδιας νύχτας άρχισε γενική επίθεση απ όλες τις μεριές, πρώα προς τις απόκεντρες συνοικίες της πόλης.
Ο Βλαχόπουλος με πεντακόσιους άνδρες, μεταξύ των οποίων ήσαν και αρκετοί άνδρες του Τσόγκα, επετέθησαν από την επάνω πλευρά κατά της πόλης. Μετά την εκδήλωση της επίθεσης ενώθηκαν με τους Έλληνες και αρκετοί κάτοικοι της πόλης, με επικεφαλής τον Γεώργιο Στάϊκο, καθώς και αρκετοί κάτοικοι της γύρω περιοχής, οι οποίοι όντας βέβαιοι για τη νίκη των Ελλήνων, προσδοκούσαν να αποκομίσουν πλούσια λάφυρα από τα Τουρκικά και Εβραϊκά πλουσιόσπιτα. Οι πρώτοι ένοπλοι Έλληνες, που πατήσανε στην πόλη, υπό την αρχηγία του Κώστα Σιαδήμα και του Γρίβα, βάλανε φωτιά στα πρώτα σπίτια. Και οι εντός της πόλης Βραχωρίτες όμως περιμένανε την επίθεση. Γιαυτό, μόλις άρχισε, βάλανε μόνοι τους φωτιά στα σπίτια τους, για να επιτείνουν τον πανικό στους Τούρκους. Η έφοδος μερικώς μόνον αιφνιδίασε τους Τούρκους, που πιστεύανε ότι οι Αιτωλοακαρνάνες δεν θα αποτολμούσαν επίθεση εναντίον της πανίσχυρης στρατιωτικής έδρας τους στο Βραχώρι. Αν και γιορτάζανε το "Ραμαζάνι" τους εκείνη την ημέρα, ήσαν σε επιφυλακή και μόλις ακούσανε τους πυροβολισμούς των Ελλήνων σπεύσανε στα "ενδότερα" της πόλης και οχυρώθηκαν στα κεντρικά σπίτια, απ' όπου άρχισαν να αμύνονται με γενναιότητα.
Όμως, βλέποντας ότι ο κλοιός γύρω τους στένευε συνεχώς ζήτησαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες. Το αίτημα τους έγινε δεκτό. Όμως ο Μπέης που έστειλαν ως αντιπρόσωπο τους, αντί να συζητήσει τους όρους παράδοσης τους, που θα έβγαζαν τους Τούρκους από το αδιέξοδο, τους διαβίβασε τη "μεγαλόψυχη" προσφορά του δερβέναγα, πως αν έλυναν την πολιορκία και έφευγαν δεν θα τους πείραζε κανείς. Φαίνεται πως οι Τουρκαλβανοί, παρά τη δύσκολη θέση στην οποίαν είχαν περιέλθει, ήλπιζαν πως γρήγορα θα τους έρχονταν βοήθεια από την Άρτα και τα Ιωάννινα. Φυσικά αυτή η πρόταση του Τούρκου Μπέη δεν συζητιόταν διόλου. Οι Έλληνες παρήγγειλαν με τον Μπέη στον Αλβανό Νούρκα Σέρβανη πως, αν ο ίδιος με τους Αλβανούς ήθελαν να φύγουν, θα τους άφηναν τα όπλα τους, και τους εγγυόνταν την ασφάλεια τους μέχρι να περάσουν το Μακρυνόρος, και πως αυτοί ήρθαν στο Βραχώρι να διώξουν τους Τούρκους.
Οι επιθέσεις των Ελλήνων πολιορκητών επαναλήφθηκαν με μεγαλύτερη ένταση, γιατί στις 30 Μαΐου ήρθαν νέες ενισχύσεις με τον Γιώτη Βαρνακιώτη, αδερφό του Γιώργη, και στις 3 Ιουνίου κατέφθασε και ο ίδιος ο Γεώργιος Βαρνακιώτης με πολλούς Ξηρομερίτες, που ανέβασαν τον συνολικό αριθμό των Ελλήνων στις 4.000. Ένεκα αυτής της άφιξης και νέων ελληνικών δυνάμεων οι πολιορκούμενοι Τουρκαλβανοί βρίσκονταν σε δύσκολη θέση: Τα τρόφιμα τους και τα πολεμοφόδιά τους άρχισαν να σπανίζουν. Πολλές αποθήκες τους είχαν περιέλθει στην κατοχή των Ελλήνων. Η δύναμη των 1 .800 ανδρών που είχε στείλει ο Χουρσίτ με τον Ισμαήλ Πλιάσα, δεν κατόρθωσε να περάσει το Μακρυνόρος, γιατί τους έφραξε τον δρόμο ο Ανδρέας Ίσκος*.
Η δύσκολη κατάσταση στην οποίαν είχαν περιέλθει οι πολιορκούμενοι όξυνε τις αντιθέσεις και τις διχογνωμίες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών. Ο Νούρκα Σέρβανης αποφάσισε να έρθει σε ξεχωριστή συμφωνία με τους Έλληνες, και γι' αυτόν τον σκοπό εκμεταλλεύτηκε τη φιλία του με τον Βλαχόπουλο.
Συμφωνήθηκε να επιτραπεί στους Αλβανούς να φύγουν, παίρνοντας μαζί τους τα ατομικά τους είδη, και οι Έλληνες τους εγγυόνταν να φθάσουν και να περάσουν το Μακρυνόρος ασφαλείς. Ο Σέρβανης μάλιστα προσφέρθηκε να αφήσει τον' γιο του όμηρο στα χέρια των Ελλήνων, ως εγγύηση ότι θα τηρούσε τη συμφωνία. Αυτή η αποχώρηση των Αλβανών ευνόητον ότι θα αδυνάτιζε την άμυνα των πολιορκημένων και το ηθικό τους. Οι Αλβανοί όμως δεν τήρησαν τη συμφωνία. Εξανάγκασαν τους Τούρκους και τους Εβραίους του Βραχωριού να τους δώσουν ό,τι πολύτιμο θησαυρό είχαν και έφυγαν κρυφά τη νύχτα με κατεύθυνση το Καρπενήσι.
Οι Έλληνες Οπλαρχηγοί, κατά μια εκδοχή, πληροφορημένοι από τους Τούρκους Μπέηδες για τη φυγή των Αλβανών, ειδοποίησαν έγκαιρα τον Κώστα Γιολδάση και τ' αδέρφια του για το δρομολόγιο των Αλβανών.
Οι Γιολδασαίοι τους έστησαν ενέδρα και τους αποδεκάτισαν. Έπιασαν αιχμάλωτον και τον ίδιον τον Νούρκα Σέρβανη, τον οποίον αργότερα αντάλλαξαν με αιχμάλωτα μέλη της οικογένειας τους. Και ενώ οι Τούρκοι περιέρχονταν σε όλο και πιο δεινή θέση, εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων και πολεμοφοδίων, οι Έλληνες κάλυψαν, ως ένα μεγάλο βαθμό, τις ανάγκες τους σε πολεμικό υλικό, αγοράζοντας από τον άγγλο πλοίαρχο 'Αντερσον ένα φορτίο πολεμοφόδια, μαζί και ένα μικρό κανόνι. Ο άγγλος πλοίαρχος, καλυπτόμενος από την αγγλική "ουδετερότητα", έκανε εμπόριο πολεμικού υλικού. Όταν το πλοίο βρισκόταν στα ανοιχτά του Μεσολογγίου, ο 'Αντερσον πληροφορήθηκε τα γεγονότα του Βραχωριού (Αγρινίου). Ξεφόρτωσε το πολεμικό υλικό στο Μεσολόγγι, το μετέφερε στο Βραχώρι (Αγρίνιο), όπου και το πούλησε στους Έλληνες.
Οι πολιορκημένοι Τούρκοι που δεν περίμεναν πλέον καμμία βοήθεια, μη έχοντας άλλη διέξοδο ήρθαν σε συμφωνία με τους Έλληνες να παραδοθούν, υπό τον όρο να γίνει σεβαστή η ζωή και η τιμή τους. Η συμφωνία τηρήθηκε: οι έγκλειστοι στο Βραχώρι Τούρκοι, με τον Δερβέν αγά Ταχήρ Παπούλια, που δεν ήταν Αλβανός, υπογράψανε συμφωνία με τον Γ. Βαρνακιώτη, που υποχρέωνε τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα και να πάνε όπου θέλουν. Έτσι, στις 11 Ιουνίου 1821, έπεσε το Βραχώρι (Αγρίνιο), που ήταν το προπύργιο των Τούρκων στη Δυτική Ελλάδα. "Και ούτως εκυριεύθη το περίφημο Βραχώρι, η πρωτεύουσα της ηγεμονίας της υπό των Οθωμανών ονομαζόμενης Κάρλελη", γράφει ο αγωνιστής Λάμπρος Κουτσονίκας στα απομνημονεύματα του.
Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε την πολιορκία του Βραχωρίου με το εξής δημοτικό τραγούδι, που το έχει καταχωρημένο ο Πετρώφ στη συλλογή του:
Σ' όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ' όλον τον κόσμο ήλιος, και στο ΖαπαντοΒράχωρο όλο καπνός κι αντάρα. Καπιταναίοι το ΄καψαν Καπιταναίοι το καίνε.
Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει ότι στο Βραχώρι, κάθε διώροφη ή τριώροφη Τουρκική οικοδομή, ήταν τριγυρισμένη με διπλό και τριπλό καμμιά φορά τείχισμα και αυλόθυρες σε πολλές μεριές - μοναδικό φαινόμενο σε όλη την Ελλάδα - πράγμα που δηλώνει την άγρια τυραννία των Τούρκων και την τραγική θέση των ελληνικών οικογενειών, που ήσαν υπερδιπλάσιες των Τουρκικών. Η τυραννία έγινε αβάσταχτη ιδίως τις παραμονές της Επανάστασης, όταν στρατιωτικός διοικητής του Βραχωρίου ήταν ο Τουρκαλβανός Νούρκας Σέρβανης και πολιτικός διοικητής ο Αλάμπεης.
Όμως, μετά τα πρώτα επαναστατικά κρούσματα στην Αιτωλοακαρνανία, οι Τούρκοι άρχισαν ν' ανησυχούν και ο φόβος τους μεγάλωσε, όταν στην πόλη άρχισαν να μαζεύονται και οι ομόθρησκοι τους της υπαίθρου. Η δύναμη της φρουράς της πόλης που αποτελούνταν από ντόπιους Τούρκους και από Αλβανούς ενισχύθηκε με τις τουρκικές φρουρές του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, του Γαλατά, και του Μποχωριού, που είχαν καταφύγει εκεί, καθώς και με τις φρουρές των Κραβάρων και του Απόκουρου, τις οποίες ο Σέρβανης είχε ανακαλέσει στο Βραχώρι.
Παράλληλα ο Σέρβανης προσπάθησε να παγιδεύσει και τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο, τον οποίον κάλεσε με πολύ φιλικό τρόπο να τον επισκεφτεί στο Βραχώρι. Ο Βλαχόπουλος αποποιήθηκε την πρόσκληση. Ήρθε μάλιστα σε συννενόηση με τον Μάκρη, τον Ραζηκότσικα και άλλους Οπλαρχηγούς της περιοχής, και αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του Βραχωρίου. Κάλεσαν και τον Κώστα Σιαδήμα, που ήταν με το τμήμα του στην πολιορκία της Ναυπάκτου να επιστρέψει.
Πράγματι, ο Σιαδήμας με 500 άνδρες γύρισε, και μεταξύ 27 και 28 Μαΐου, στρατοπέδευσε στο Ντογρί Τριχωνίδας. Μαζί του ενώθηκαν και 200 άνδρες του Γρίβα, που έτυχε να βρίσκονται στην περιοχή. Οι Οπλαρχηγοί αποφάσισαν να επιτεθούν κατά της πόλης στις 28 Μαΐου, την ημέρα που οι Μωαμεθανοί γιόρταζαν το Ραμαζάνι. Στις 27 Μαΐου, ο Μακρής και ο Ραζηκότσικας με 700 άνδρες έπιασαν τα "Γεφύρια του Αλάμπεη", που ήταν στον δρόμο μεταξύ Βραχωρίου και Μεσολογγίου. Την ίδια ημερομηνία, οι Επαναστατικές δυνάμεις της Αιτ/νίας καταλάβανε θέσεις γύρω από το Βραχώρι για να το εκπολιορκήσουν. Το βράδυ της 28ης Μαΐου 1821 ο κλοιός γύρω από το Βραχώρι είχε ολοκληρωθεί και τα χαράματα της ίδιας νύχτας άρχισε γενική επίθεση απ όλες τις μεριές, πρώα προς τις απόκεντρες συνοικίες της πόλης.
Ο Βλαχόπουλος με πεντακόσιους άνδρες, μεταξύ των οποίων ήσαν και αρκετοί άνδρες του Τσόγκα, επετέθησαν από την επάνω πλευρά κατά της πόλης. Μετά την εκδήλωση της επίθεσης ενώθηκαν με τους Έλληνες και αρκετοί κάτοικοι της πόλης, με επικεφαλής τον Γεώργιο Στάϊκο, καθώς και αρκετοί κάτοικοι της γύρω περιοχής, οι οποίοι όντας βέβαιοι για τη νίκη των Ελλήνων, προσδοκούσαν να αποκομίσουν πλούσια λάφυρα από τα Τουρκικά και Εβραϊκά πλουσιόσπιτα. Οι πρώτοι ένοπλοι Έλληνες, που πατήσανε στην πόλη, υπό την αρχηγία του Κώστα Σιαδήμα και του Γρίβα, βάλανε φωτιά στα πρώτα σπίτια. Και οι εντός της πόλης Βραχωρίτες όμως περιμένανε την επίθεση. Γιαυτό, μόλις άρχισε, βάλανε μόνοι τους φωτιά στα σπίτια τους, για να επιτείνουν τον πανικό στους Τούρκους. Η έφοδος μερικώς μόνον αιφνιδίασε τους Τούρκους, που πιστεύανε ότι οι Αιτωλοακαρνάνες δεν θα αποτολμούσαν επίθεση εναντίον της πανίσχυρης στρατιωτικής έδρας τους στο Βραχώρι. Αν και γιορτάζανε το "Ραμαζάνι" τους εκείνη την ημέρα, ήσαν σε επιφυλακή και μόλις ακούσανε τους πυροβολισμούς των Ελλήνων σπεύσανε στα "ενδότερα" της πόλης και οχυρώθηκαν στα κεντρικά σπίτια, απ' όπου άρχισαν να αμύνονται με γενναιότητα.
Όμως, βλέποντας ότι ο κλοιός γύρω τους στένευε συνεχώς ζήτησαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες. Το αίτημα τους έγινε δεκτό. Όμως ο Μπέης που έστειλαν ως αντιπρόσωπο τους, αντί να συζητήσει τους όρους παράδοσης τους, που θα έβγαζαν τους Τούρκους από το αδιέξοδο, τους διαβίβασε τη "μεγαλόψυχη" προσφορά του δερβέναγα, πως αν έλυναν την πολιορκία και έφευγαν δεν θα τους πείραζε κανείς. Φαίνεται πως οι Τουρκαλβανοί, παρά τη δύσκολη θέση στην οποίαν είχαν περιέλθει, ήλπιζαν πως γρήγορα θα τους έρχονταν βοήθεια από την Άρτα και τα Ιωάννινα. Φυσικά αυτή η πρόταση του Τούρκου Μπέη δεν συζητιόταν διόλου. Οι Έλληνες παρήγγειλαν με τον Μπέη στον Αλβανό Νούρκα Σέρβανη πως, αν ο ίδιος με τους Αλβανούς ήθελαν να φύγουν, θα τους άφηναν τα όπλα τους, και τους εγγυόνταν την ασφάλεια τους μέχρι να περάσουν το Μακρυνόρος, και πως αυτοί ήρθαν στο Βραχώρι να διώξουν τους Τούρκους.
Οι επιθέσεις των Ελλήνων πολιορκητών επαναλήφθηκαν με μεγαλύτερη ένταση, γιατί στις 30 Μαΐου ήρθαν νέες ενισχύσεις με τον Γιώτη Βαρνακιώτη, αδερφό του Γιώργη, και στις 3 Ιουνίου κατέφθασε και ο ίδιος ο Γεώργιος Βαρνακιώτης με πολλούς Ξηρομερίτες, που ανέβασαν τον συνολικό αριθμό των Ελλήνων στις 4.000. Ένεκα αυτής της άφιξης και νέων ελληνικών δυνάμεων οι πολιορκούμενοι Τουρκαλβανοί βρίσκονταν σε δύσκολη θέση: Τα τρόφιμα τους και τα πολεμοφόδιά τους άρχισαν να σπανίζουν. Πολλές αποθήκες τους είχαν περιέλθει στην κατοχή των Ελλήνων. Η δύναμη των 1 .800 ανδρών που είχε στείλει ο Χουρσίτ με τον Ισμαήλ Πλιάσα, δεν κατόρθωσε να περάσει το Μακρυνόρος, γιατί τους έφραξε τον δρόμο ο Ανδρέας Ίσκος*.
Η δύσκολη κατάσταση στην οποίαν είχαν περιέλθει οι πολιορκούμενοι όξυνε τις αντιθέσεις και τις διχογνωμίες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών. Ο Νούρκα Σέρβανης αποφάσισε να έρθει σε ξεχωριστή συμφωνία με τους Έλληνες, και γι' αυτόν τον σκοπό εκμεταλλεύτηκε τη φιλία του με τον Βλαχόπουλο.
Συμφωνήθηκε να επιτραπεί στους Αλβανούς να φύγουν, παίρνοντας μαζί τους τα ατομικά τους είδη, και οι Έλληνες τους εγγυόνταν να φθάσουν και να περάσουν το Μακρυνόρος ασφαλείς. Ο Σέρβανης μάλιστα προσφέρθηκε να αφήσει τον' γιο του όμηρο στα χέρια των Ελλήνων, ως εγγύηση ότι θα τηρούσε τη συμφωνία. Αυτή η αποχώρηση των Αλβανών ευνόητον ότι θα αδυνάτιζε την άμυνα των πολιορκημένων και το ηθικό τους. Οι Αλβανοί όμως δεν τήρησαν τη συμφωνία. Εξανάγκασαν τους Τούρκους και τους Εβραίους του Βραχωριού να τους δώσουν ό,τι πολύτιμο θησαυρό είχαν και έφυγαν κρυφά τη νύχτα με κατεύθυνση το Καρπενήσι.
Οι Έλληνες Οπλαρχηγοί, κατά μια εκδοχή, πληροφορημένοι από τους Τούρκους Μπέηδες για τη φυγή των Αλβανών, ειδοποίησαν έγκαιρα τον Κώστα Γιολδάση και τ' αδέρφια του για το δρομολόγιο των Αλβανών.
Οι Γιολδασαίοι τους έστησαν ενέδρα και τους αποδεκάτισαν. Έπιασαν αιχμάλωτον και τον ίδιον τον Νούρκα Σέρβανη, τον οποίον αργότερα αντάλλαξαν με αιχμάλωτα μέλη της οικογένειας τους. Και ενώ οι Τούρκοι περιέρχονταν σε όλο και πιο δεινή θέση, εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων και πολεμοφοδίων, οι Έλληνες κάλυψαν, ως ένα μεγάλο βαθμό, τις ανάγκες τους σε πολεμικό υλικό, αγοράζοντας από τον άγγλο πλοίαρχο 'Αντερσον ένα φορτίο πολεμοφόδια, μαζί και ένα μικρό κανόνι. Ο άγγλος πλοίαρχος, καλυπτόμενος από την αγγλική "ουδετερότητα", έκανε εμπόριο πολεμικού υλικού. Όταν το πλοίο βρισκόταν στα ανοιχτά του Μεσολογγίου, ο 'Αντερσον πληροφορήθηκε τα γεγονότα του Βραχωριού (Αγρινίου). Ξεφόρτωσε το πολεμικό υλικό στο Μεσολόγγι, το μετέφερε στο Βραχώρι (Αγρίνιο), όπου και το πούλησε στους Έλληνες.
Οι πολιορκημένοι Τούρκοι που δεν περίμεναν πλέον καμμία βοήθεια, μη έχοντας άλλη διέξοδο ήρθαν σε συμφωνία με τους Έλληνες να παραδοθούν, υπό τον όρο να γίνει σεβαστή η ζωή και η τιμή τους. Η συμφωνία τηρήθηκε: οι έγκλειστοι στο Βραχώρι Τούρκοι, με τον Δερβέν αγά Ταχήρ Παπούλια, που δεν ήταν Αλβανός, υπογράψανε συμφωνία με τον Γ. Βαρνακιώτη, που υποχρέωνε τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα και να πάνε όπου θέλουν. Έτσι, στις 11 Ιουνίου 1821, έπεσε το Βραχώρι (Αγρίνιο), που ήταν το προπύργιο των Τούρκων στη Δυτική Ελλάδα. "Και ούτως εκυριεύθη το περίφημο Βραχώρι, η πρωτεύουσα της ηγεμονίας της υπό των Οθωμανών ονομαζόμενης Κάρλελη", γράφει ο αγωνιστής Λάμπρος Κουτσονίκας στα απομνημονεύματα του.
Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε την πολιορκία του Βραχωρίου με το εξής δημοτικό τραγούδι, που το έχει καταχωρημένο ο Πετρώφ στη συλλογή του:
Σ' όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ' όλον τον κόσμο ήλιος, και στο ΖαπαντοΒράχωρο όλο καπνός κι αντάρα. Καπιταναίοι το ΄καψαν Καπιταναίοι το καίνε.
0 Comments
Δημοσίευση σχολίου